-
1 Нил
См. также в других словарях:
Νεῖλος — Nile masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νείλος — I (αραβ. Nahr an Nil· el Bahr που σημαίνει θάλασσα και κατ’ επέκταση μεγάλος ποταμός). Ποταμός (6.671 χλμ.) της ανατολικής Αφρικής. Είναι ο μεγαλύτερος ποταμός του κόσμου σε μήκος και ένας από τους πρώτους σε έκταση λεκάνης (2.867.000 τ. χλμ.). Ο … Dictionary of Greek
Νείλος — ο ποταμός της Αιγύπτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νείλος Κεραμεύς — (14ος αι.). Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (1380 88). Ο Πατριάρχης Ν. ήταν λόγιος, και έγραψε πραγματείες και πολλές συνοδικές πράξεις … Dictionary of Greek
Κυανούς Νείλος — Βλ. λ. Νείλος … Dictionary of Greek
Λευκός Νείλος — Βλ. λ. Νείλος … Dictionary of Greek
Αβάι ή Μπαχρ-ελ Αζράκ ή Κυανούς Νείλος — Ποταμός (3.280 χλμ.) της Αφρικής, ένας από τους κυριότερους παραποτάμους του Νείλου. Οι πηγές του βρίσκονται σε ύψος 2.670 μ. σε αιθιοπικό έδαφος και η συμβολή του στον Νείλο, κοντά στο Χαρτούμ. Το πλάτος του κυμαίνεται από 10 έως 1.000 μ. Περνά… … Dictionary of Greek
Νεῖλε — Νεῖλος Nile masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νεῖλον — Νεῖλος Nile masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Нил (имя) — Нил (Νείλος) древнегреческое Род: муж Производ. формы: Нилушка, Нилок Иноязычные аналоги: англ. Nilus греч. Νείλος … Википедия